- ιστιόπανο(ν)
- τοχοντρό ανθεκτικό ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται τα ιστία και οι τέντες τών πλοίων, το καραβόπανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πανο (< πανί), πρβλ. καραβό-πανο, σφουγγαρό-πανο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.