ιστιόπανο(ν)

ιστιόπανο(ν)
το
χοντρό ανθεκτικό ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται τα ιστία και οι τέντες τών πλοίων, το καραβόπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πανο (< πανί), πρβλ. καραβό-πανο, σφουγγαρό-πανο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • καραβόπανο — το 1. το πανί τού καραβιού, το ιστιόπανο 2. χοντρό και σκληρό πανί …   Dictionary of Greek

  • καραβόπανο — το το πανί του καραβιού, ιστιόπανο: Είναι γερό σαν καραβόπανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”